- κεραμιδάδικο
- το [κεραμιδάς]κεραμοποιείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεραμιδάδικο — το το μέρος όπου φτιάχνονται κεραμίδια και άλλα πήλινα αγγεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραμιδαριό — το 1. κεραμιδάδικο. 2. η φράση «Tα κανε κεραμιδαριό», τα σπασε όλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραμοποιείο — το κεραμιδάδικο, εργοστάσιο κατασκευής κεραμιδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)